Νοβοκαΐνη

Επόμενο πρωί, 08.12: Άνοιξα με δυσκολία τα βλέφαρά μου. Προσπάθησα να σκεφτώ που ήμουν πριν σκεφτώ το γιατί ήμουν εκεί. Δεν θα ήταν εύκολο. Ένα απρόσωπο δωμάτιο χωρίς έπιπλα, με μηδαμινή διακόσμηση και μια μεγάλη σκουρόχρωμη κουρτίνα να κρύβει ένα ακόμη μεγαλύτερο παράθυρο και τα 2/3 της φωτεινότητας που θα είχε το δωμάτιο χωρίς την κουρτίνα. Το μυαλό μου δούλευε. Το μέρος ήταν ένα λιτό δωμάτιο νοσοκομείου και εγώ διασωληνωμένος. Αναρωτήθηκα γιατί ήμουν εκεί και αν είμαι καλά. Δεν ήταν ακόμα η κατάλληλη στιγμή για το πρώτο. Στην πρώτη μου απόπειρα για να σηκωθώ, ένιωσα ότι έπρεπε να καταβάλω τόση προσπάθεια, όση θα χρειαζόταν για να προσπαθήσω να συνδέσω όλα αυτά που μου συνέβαιναν. Γιατί ακόμα και σε μένα, φαίνονταν λίγο ασύνδετα.

01.12: Το σχέδιο απέτυχε. Μια πόρτα ενός αυτοκινήτου με ξέβρασε στο πεζοδρόμιο και εγώ εκεί να φτύνω αίμα και ζωή.Ένας άστεγος δίπλα μου με παρακολουθεί με απάθεια σαν να βλέπει τηλεόραση. Έτσι θα τον κοίταζα και εγώ ή έτσι τον κοιτάζω συνήθως; Μικρή σημασία έχει. Tώρα οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Αυτός έχει το ντέφι και εγώ μια ανήμπορη, πληγωμένη αρκούδα που κείτεται στο κράσπεδο. Κάποιος βοήθεια…

19.34: Είχα όσο χρόνο χρειαζόταν η Ο. για να τσεκάρει αν τα χρήματα ήταν κανονικά. Από μακριά μπορούσα να δω τις εκφράσεις της και σίγουρα το αποτέλεσμα του ελέγχου δεν την είχε αφήσει ικανοποιημένη. Κατάλαβα ότι ήμουν το δόλωμα σε μια καλοστημένη πλεκτάνη και οι πιθανότητες ήταν να μην την βγάλω καθαρή. Ο λάθος άνθρωπος στο λάθος τόπο τη λάθος στιγμή, αλλά τώρα ήταν η ΣΩΣΤΗ στιγμή να σκεφτώ πως θα σώσω το τομάρι μου. Το σχέδιο μου ήταν πρόχειρο, αλλά ήταν το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ για να διαφύγω και από την ενέδρα και από την εταιρεία. Αρνήσου τα πάντα. Δεν ξέρεις τίποτα, δεν έχεις δει ποτέ το αφεντικό, σε πλήρωσαν ένα μικρό ποσό απλά για να παραδώσεις ένα φάκελο. Δεν ξέρεις ονόματα, δεν ξέρεις την Ο., είσαι ασήμαντος, τυχαίος. Μόνο έτσι θα μείνεις ζωντανός.

19.12: Είχε τη μυρωδιά του θανάτου στα χείλη. Την κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω. Παρουσία εντυπωσιακή, με χρώματα ψυχρά, βλέμμα έντονο, ικανό να παγώσει οτιδήποτε είχε την ατυχία να αναμετρηθεί με το οπτικό της πεδίο. Είπε ότι ήρθε μόνη, αλλά ένιωθα ότι ο κάθε κομπάρσος στο σκηνικό που είχε στήσει στο καφέ ήταν εκεί για άλλο λόγο απ’ότι έδειχνε. Ο τύπος στα δεξιά έκανε ότι διάβαζε την εφημερίδα, αλλά εγώ σκεφτόμουν ότι διάβαζε τους επικήδειους σκεφτόμενος αν θα χρειαστεί να μου δωρίσει έναν και για μένα. Το ερωτευμένο ζευγάρι στο παράθυρο το έπαιζε ερωτευμένο αλλά δεν ήταν. Ένα 45άρι ο καθένας πίσω από τα σακάκια τους, με την γκόμενα να έχει και δεύτερο, κρυφό από το αμόρε στα απόκρυφα. Αν αντάλλασσαν κουβέντες, σίγουρα δεν ήταν ερωτόλογα. Ίσως και αυτοί αναρωτιόντουσαν πόσο επικίνδυνος μπορεί να είμαι εγώ ή αν τους είχα καταλάβει και έπρεπε να επέμβουν. Η Ο. με ρώτησε αν έχω τα χρήματα. Τα πήρε και φεύγοντας μου είπε “μείνε εκεί που είσαι, θα επιστρέψω”.

10.17: Δουλεύω σε μια φαρμακευτική εταιρεία. Τον τελευταίο καιρό στη δουλειά τα πήγαινα πολύ καλά. Οι αρμοδιότητες μου συνεχώς αυξάνονταν και από απλός πωλητής, ειδικός στη νοβοκαΐνη και άλλα αναισθητικά, πέρασα στα “λαδώματα” και στις πιο χοντρές μπίζνες που με έφεραν στο να είμαι πια το go-get boy του αφεντικού, το άτομο στο οποίο εμπιστευόταν όχι μόνα τα εξερχόμενα “πακέτα”, αλλά και τα εισερχόμενα. Όμως, όσο πιο ψηλά στην ιεραρχία της εταιρείας μπλεκόμουνα, τόσο πιο πολύ καταλάβαινα ότι έπρεπε να βρω τρόπο για να φύγω γιατί όντως κάτι δεν πήγαινε καλά. Η εταιρεία ήταν “βιτρίνα” για κάτι πιο μεγάλο: ένα οργανωμένο κύκλωμα μαφίας. Χάπια, ναρκωτικά, ξέπλυμα χρήματος και ήδη οργάνωνα σχέδιο φυγής… ζωντανός. Σήμερα το αφεντικό με αιφνιδίασε και αν όντως ήθελα να φύγω θα έπρεπε να βρω ένα τρόπο που δε θα προκαλούσε υποψίες. Δεν μπορούσα να μην δεχτώ την πρόταση του. “Το απόγευμα θέλω να συναντήσεις την Ο. Στο φάκελο αυτό υπάρχουν 70 χιλιάρικα. Θα σου ζητήσει να με δει. Θα της πεις ότι σε στέλνω εγώ, ότι είσαι το δεξί μου χέρι, θα της τα δώσεις και θα φύγεις. Δύσκολο; Πανεύκολο.”

08.34: Δεν ξύπνησα και πολύ καλά. Αυτός ο πρωινός πονοκέφαλος με έκανε να θέλω να αναβάλλω αυτή την ημέρα και να πάω μονομιάς στην επόμενη. Το τηλέφωνο χτύπαγε επίμονα. Και όσο και αν ήθελα να το αγνοήσω, κάθε ντριν με ενοχλούσε και περισσότερο. Αποφάσισα να το σταματήσω με την δύναμη του μυαλού μου. Δύο χτυπήματα μετά σταμάτησε. Αυτό μου έδωσε μια απρόσμενη αίσθηση επίτευξης. Χωρίς να το καταλάβω είχε περάσει και ο πονοκέφαλος. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε όμως, ήταν το αφεντικό. “Σε πόση ώρα μπορείς να είσαι εδώ;  Πως θα σου φαινόταν να έκανες μια μικροδουλίτσα σήμερα για πολλά λεφτά; Έλα από εδώ, είναι η τυχερή σου μέρα”

Monitor #24


2 thoughts on “Νοβοκαΐνη

  1. :O wow!
    Τέλειο, γεμάτο εικόνες, απίστευτο ρυθμό και επίσης πολύ ωραίο το να πας αντίστροφα στο χρόνο… 😀
    Μπράβο!

Leave a comment