το τέλος είναι η αρχή είναι το τέλος

Αν όλες οι αποφάσεις μου ήταν λάθος και αν στην άλλη πλευρά της διαδρομής περίμενες εσύ, τότε λυπάμαι. Αν όλα ήταν μέρος ενός ταξιδιού, στάσεις σε ένα ταξίδι χωρίς τελειωμό ή με την ψευδαίσθηση ότι όλα συνεχίζονται, όλα δεν τελειώνουν, όλα δεν έχουν επίπτωση και ο χρόνος είναι άνεμος, τότε μπερδεύομαι. Γιατί από τη μία, θέλω να ξέρω ότι τα λάθη διορθώνονται, αλλά από την άλλη θέλω να αισθάνομαι ότι εξελίσσομαι, ότι ξε-περνάω, ότι έ-χω σκοπό. Την ευθεία γραμμή δεν την ξεπερνάς, την ακολουθείς και συνεχίζεις στο άπειρο και όπου άπειρο η κορυφή του βουνού και όπου εσύ, ο δύσμοιρος που κουβαλάει την γιγάντια πέτρα κάθε μέρα μπρος και πίσω και φτου και απ’τήν αρχή.

Γι’αυτό θέλεις δρόμο με στροφές. Να χτυπάει η ρόδα στην λακκούβα και να προσπαθείς να ισορροπήσεις. Να έχει και άλλους οδηγούς δίπλα να λέτε τα γαλλικά σας ή ακόμα καλύτερα να ανταλλάζετε γαλλικά φιλιά και να πηγαίνετε κόντρα μέχρι την στροφή. Συνήθως λίγο κρατάει, αλλά είναι αρκετό. Και μετά ο καθένας στον δρόμο του. Ο καθένας τη ζωή του, τη νέα ζωή του, αυτή που ξεκίνησε όταν η προηγούμενη πέθανε και που μέχρι την επόμενη θά’χει γίνει καπνός. Αν όλα όμως είναι μάταια, γιατί πάντα θέλω να συνεχίζω και να μπλέκομαι, να αλλάζω τη ζωή μου/σου/του/των και αυτό να γίνεται κάθε στιγμή που αναπνέω γιατί αυτό είμαι εγώ, μπλέξιμο.

Και αν είμαι όντως έτσι, αν έχω δηλαδή ένα μηχανισμό μέσα μου, που δίνει σε μένα ενέργεια και σε σένα πρόβλημα, πως τον αφαιρώ; Λέω τις μαγικές λέξεις στην σωστή σειρά και ως δια μαγείας εξαφανίζεται ή χρειάζομαι εγχείρηση; Και αν θέλω εγχείρηση, πάω σε παθολόγο ή πυροτεχνουργό;

Γιατί δεν έχω συνηθίσει στις ευθείες γραμμές, δεν μου έτυχαν ξανά και το τιμόνι πάει μόνο του στο πεζοδρόμιο. Γιαγιούλα που επιστρέφει με τα ψώνια από το σουπερμάρκετ 10 πόντοι, εσύ που μέχρι χτες δεν ήξερα, 100 και ετοιμάσου να νιώσεις τον προφυλακτήρα μου που αφήνει μια γεύση από γλυκό θάνατο στα χείλη. Θα διαρκέσει λίγο, αλλά θα σου αρέσει. Ο λίγος θάνατος άλλωστε είναι καλός, από τον πολύ είναι που πεθαίνεις. Όχι από τον θάνατο, αλλά από την στασιμότητά του. Και την βαρεμάρα.

Τόσα ποιήματα για αγάπη, για πόνο και για έρωτα και τίποτα για την βαρεμάρα. Η μικρή Αδικημένη που δεν γράφεται, δεν ζωγραφίζεται, δεν αποτυπώνεται, αλλά παίρνει πάντα την εκδίκησή της στο ενδιάμεσο, περιμένοντας τη δική σου Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, το Μανιφέστο των Απάτητων Δρόμων και των Ψηλών Κορυφών που εσύ εφηύρες, αλλά ποιος νοιάζεται, όταν έχεις εσύ τα χρώματα και έχεις και το πινέλο να πιτσιλίσεις τους τοίχους που συνήθισαν στο λευκό, τις φάτσες που βαρέθηκαν τα ίδια, αλλά δεν κάνουν τίποτα για αυτό και τα κεφάλια που λειτουργούν με το δυαδικό σύστημα που ξέρει μόνο το 0 και το 1 σαν τους υπολογιστές.

Στείλε τη γεύση σου σε όλους αυτούς και ας είναι φωτιά. Στείλε το χρώμα σου και ας τους λερώσει. Και άσε τους να νιώθουν ότι ξεμπέρδεψαν και ξαναγύρνα. Λέγοντας δέκα λέξεις εκεί που λένε μία. Λέγοντας έντεκα εκεί που δεν λένε καμία. Και να τους σημαδεύεις. Πάντοτε να τους σημαδεύεις με το πινέλο σου. Κυρίως όταν δεν το κρατάς.

Το κείμενο γράφτηκε για το 20ο τεύχος της Monitor που σε λίγο καιρό κλείνει και 1 χρόνο και θα κάνουμε και πάρτι. Όσοι πείτε το όνομά μου στην είσοδο, μπαίνετε δωρεάν. Όπως και οι υπόλοιποι.

Leave a comment