polaroid

“Εσύ είσαι που δεν γουστάρεις την αλλαγή;” είπε το τώρα στο πριν δύο λεπτά και το έπιασαν τα γέλια. Κοίταζε στον καθρέφτη και ταυτόχρονα στο λίγες ώρες πριν και έβλεπε κάτι διαφορετικό. Κάτι καλύτερο; Κάτι επόμενο. Αλλά δεν ένιωθε ότι η αλλαγή που συνέβη ήταν από εκείνες τις συνηθισμένες που χωρίζονται σε δύο είδη: στις αλλαγές που σου επιβάλλονται και τις αλλαγές που επιβάλλεις εσύ στον εαυτό σου. Αυτή ήταν κάτι άλλο, κάτι πραγματικό, αλλά ταυτόχρονα απόκοσμο – που συνέβη, γιατί έτσι θέλησε – που συνέβη τη στιγμή που σταμάτησες να το σκέφτεσαι – που συνέβη γιατί σταμάτησες να το θέλεις, αλλά που τώρα έφτασε εδώ και όπου εδώ, είπες σπίτι. “Πολύπλοκο;” ρώτησε το τώρα κοιτώντας σε, με τη σιωπή σου κάτω από μάτια σίγουρα να λέει ένα φωναχτό καθόλου. Χωρίς να ξέρεις το γιατί, χωρίς να μπορείς να εξηγήσεις το πως, ξέροντας μόνο ότι ξέρεις και αυτό να σου φτάνει.

Οι στιγμές που αλλάζεις έχουν τα δικά τους σύμβολα. Σαν λευκές πέτρες που προσγειώνονται πίσω σου όσο περπατάς το μαύρο μονοπάτι που σε οδηγεί πιο βαθιά μες το δάσος. Αλλά δεν είναι σύμβολα που θα σε οδηγήσουν πιο εύκολα στην επιστροφή στην αρχή, ώστε να ξαναρχίσεις, μέχρι να το κάνεις σωστά. Είναι σύμβολα που δείχνουν στο “και τώρα τι” και μοιάζουν με φωτογραφίες της στιγμής, εκείνης της στιγμής που σου ήρθε η ΙΔΕΑ – που πήρες μια απόφαση – ή που όπως απόψε μια απόφαση σε βρήκε. Στο δρόμο που είπαμε ζωή, το μυαλό φωτογραφίζει τις στιγμές με Polaroid, για να διαχωρίσει το τι είναι τώρα και τι είναι πριν, κρατώντας μόνο εκείνες τις στιγμές που είναι αρκετά δυνατές για να καρφωθούν στον τοίχο, εκείνο με τις άλλες φωτογραφίες από κάποια προηγούμενη στιγμή, αλλά το κάνει όταν εσύ δεν κοιτάς, τραβώντας μόνο τις πόζες που αυτό δέχεται: τις αυθόρμητες.

Εκείνος που φοβάται την αλλαγή, δεν πρόκειται ποτέ να νιώσει στα χείλη του τη δροσιά της. Εκείνος που δεν φοβήθηκε να κάνει λάθη, ποτέ δεν γεύτηκε τη χαρά του να βγάζεις από τη μούρη σου τα σκατά, νιώθοντας ότι κάτι κέρδισες στην διαδικασία. Ο φοβισμένος έχει το ίδιο πρόσωπο σε όλες τις Polaroid, ενώ ο δειλός ποτέ δεν είδε κόκκινα τα μάτια του στο χαρτί, αποφεύγοντας το φλας που ζήτησε κάποτε την ψυχή του, για μια βόλτα χωρίς αντάλλαγμα.

Δύο χέρια με ρόζους στα δάχτυλα ξεπροβάλλουν. Είναι εκείνο το μακρινό μετά που το τώρα δεν φτάνει, ακόμα και αν τεντωθεί. Είναι χέρια ταλαιπωρημένα, βαριά με χαρακτηριστικά που σου θυμίζουν κάτι, αλλά δεν είσαι και σίγουρος. Κοιτώντας πιο προσεκτικά από την κλειδαρότρυπα, τα βλέπεις πιο καθαρά και τώρα αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι τα ξέρεις. Το σημάδι στον αριστερό αντίχειρα το έπαθες ένα απόγευμα της νιότης που τώρα ανασύρεις από το χρονοντούλαπο, με περισσότερη ευκολία απόσο νόμιζες αρχικά, αφήνοντας το να σε συντροφέψει σε κάποιο γέρικο τώρα μακριά ως την αιωνιότητα. Και κάτι κρατάς. Είναι εκείνες οι παλιές φωτογραφίες, πως τις έλεγαν να δεις, οι Polaroid, τις οποίες ξεφυλλίζεις για ώρα, μέχρι να βρεις τη μία που ψάχνεις, την μία που θα κάνει το τώρα να ανασηκωθεί, να σε σκουντήξει και να πει: “φίλε, αυτός είμαι εγώ”. Τη βρήκες.

Monitor #22

Leave a comment